- δεσμώτης
- ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, οθηλ. δεσμῶτις, η)φυλακισμένοςνεοελλ.αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με -ω-. Δεν πρόκειται για παράγωγα ρήματος σε -όω, τού δεσμόω, -ώ, το οποίο είναι μεταγενέστερο].
Dictionary of Greek. 2013.